- ἄσιγμοι
- ἄσιγμοςwithout sigmamasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… … Dictionary of Greek
άσιγμος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει το γράμμα σίγμα: Η λέξη «όνομα» είναι άσιγμη. 2. «άσιγμος αόριστος», αυτός που έχει κατάληξη χωρίς το χρονικό χαρακτήρα σίγμα: Οι αόριστοι «έφερα» και «έμεινα» είναι άσιγμοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)